ἐπικρήδιος

ἐπικρήδιος
ἐπικρήδιος
Cretan dance
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επικρήδιος — ἐπικρήδιος, ὁ (Α) κρητικός χορός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *κρήδιος, τού οποίου η ετυμολογία παρουσιάζει προβλήματα. Απαντά μόνον εν συνθέσει με την πρόθ. επί. Αν αναχθεί στη λ. Κρήτη δεν ερμηνεύεται η παρουσία τού δ αντί τού τ] …   Dictionary of Greek

  • ορσίτης — ὀρσίτης, ὁ (Α) είδος χορού στην Κρήτη, αλλ. ἐπικρήδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσ τού ὄρνυμι (κατ επίδραση τών σύνθ. σε ορσι , βλ. λ. όρνυμι) + επίθημα ίτης (πρβλ. εγκρατ ίτης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”